ζωφόρος ή ζωοφόρος

ζωφόρος ή ζωοφόρος
Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του οικοδομήματος. Στον δωρικό ρυθμό η ζ. απουσιάζει και στη θέση της βρίσκεται ένα διάζωμα που αποτελείται από εναλλασσόμενα τρίγλυφα (κάθετες γλυφές) και μετόπες (ορθογώνιες πλάκες φιλοτεχνημένες συχνά με ανάγλυφα). Αλλά η καθαυτό ζ. είναι η ιωνική. Διαμορφώθηκε στους ναούς της Ιωνίας και, αντίθετα προς τη δωρική, πρόκειται για μια συνεχής, χωρίς διακοπές, διακοσμητική ταινία που αναπτύσσεται στους τοίχους του σηκού. Στους ιωνικούς ναούς της κυρίως Ελλάδας η συνεχής ζ. τοποθετήθηκε στον θριγκό και υιοθετήθηκε ακόμα και από ορισμένους ναούς δωρικού ρυθμού. Οι ζ. και των δύο ρυθμών, που αρχικά ήταν πήλινες και αργότερα πέτρινες ή μαρμάρινες, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τις παραστάσεις τους με θέματα κυρίως μυθολογικά και ηρωικά. Σημαντικές είναι επίσης και οι ζ. των ναών της Ετρουρίας και της Ρώμης. Στους χριστιανικούς χρόνους, η ζ. παύει να είναι ανάγλυφη και γίνεται στοιχείο ζωγραφικό το οποίο εμφανίζεται στις κατακόμβες, στα θριαμβικά τόξα και στις αψίδες πολλών παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, καθώς και στους τοίχους των βυζαντινών εκκλησιών στη Ραβένα. Στους ναούς και στα κωδωνοστάσια της ρομανικής περιόδου υπάρχουν απλές ζ. με ένθετες πλίνθους και πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ στη γοτθική περίοδο πλούσιες ζ. έχουν όχι μόνο τα μεγάλα κτίρια αλλά και τα μικρά αρχιτεκτονικά κτίσματα, όπως τα κιβώρια και τα ταφικά μνημεία. Κατά την Αναγέννηση, η αρχιτεκτονική απομιμείται την αρχαία ζ. και τη χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά για τη διακόσμηση του γείσου ή της διαχωριστικής ζώνης μεταξύ των ορόφων. Κατά την περίοδο μπαρόκ διακοσμούνται με εγχάρακτες, ζωγραφιστές ή ανάγλυφες ζ. ακόμα και ολόκληρες προσόψεις μεγάρων ή τοίχοι αυλών. Στις επόμενες περιόδους δεν παρουσιάζονται νέες ερμηνείες ή άλλες πρωτότυπες χρήσεις της ζ. Μόνο τον 19ο αι., στην εποχή των μεταλλικών κατασκευών, η επανάληψη στοιχείων από χυτοσίδηρο, τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργεί συχνά διακοσμητικές εντυπώσεις, όπως και κατά τη σύντομη περίοδο του Νέου Ρυθμού με την προσπάθεια ανανέωσης των διακοσμητικών τεχνών. Τέλος, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δίνει συχνά λύσεις γεωμετρικές με κάθετες ή οριζόντιες ζώνες που θυμίζουν αρχαίες ζ. Σελίδα περσικού βιβλίου ζώων των τελών του 13ου αι. μ.Χ. Τμήμα μιας τοιχογραφικής ζωφόρου, που διακοσμούσε τους τοίχους του ανακτόρου της Τίρυνθας. Τμήμα της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων (6ος αι. π.Χ.) στο ιερό των Δελφών, με παράσταση συνέλευσης θεών (Μουσείο Δελφών). Λεπτομέρεια από το μνημείο των Σεκουνδίνων στην Ίγκελ κοντά στους Τρεβήρους (3ος αι. μ.Χ.). Τμήμα της πρόσοψης του Οσπεντάλε ντελ Τσέπο στην Πιστόια με πήλινη σμαλτωμένη ζωφόρο, που φιλοτεχνήθηκε στις αρχές του 16ου αι. στο εργαστήριο των Ντέλα Ρόμπια. Ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη στη ζωφόρο του Παρθενώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • ЗОФОР —    • Ζωφόρος (= ζωοφόρος),          так назывался фриз в архитектуре греческих храмов, т. е. та часть, которая отделяет архитрав от карниза. Он покрывал собой то пространство, которое занимали связи в балках крыши; в ионической архитектуре он… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”